- επιείκελος
- ἐπιείκελος, -ον (Α)ο εντελώς όμοιος, παρόμοιος («θεοῑς ἐπιείκελ’ Ἀχιλλεῦ», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είκελος* «όμοιος» (βλ. και λ. έοικα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιείκελος — like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιείκελον — ἐπιείκελος like masc/fem acc sg ἐπιείκελος like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιείκελα — ἐπιείκελος like neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιείκελε — ἐπιείκελος like masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιείκελ' — ἐπιείκελα , ἐπιείκελος like neut nom/voc/acc pl ἐπιείκελε , ἐπιείκελος like masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είκελος — εἴκελος, η, ον (Α) όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ομηρ. είκελος εμφανίζει παράλληλο τύπο ίκελος* «όμοιος» που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *weik «αληθεύω, ομοιάζω» τών ρημάτων εικάζω*, έοικα*. Το ει τού τύπου είκελος ερμηνεύεται είτε ως αναλογικός σχηματισμός προς… … Dictionary of Greek
επείκελος — ἐπείκελος, ον (Α) αντί επιείκελος* … Dictionary of Greek